- ξεφουρνίζω
- ξεφουρνίζω, ξεφούρνισα βλ. πίν. 33
Τα ρήματα της νέας ελληνικής. 2013.
Τα ρήματα της νέας ελληνικής. 2013.
ξεφουρνίζω — 1. βγάζω κάτι από τον φούρνο 2. μτφ. παρουσιάζω ή λέω κάτι εντελώς απρόοπτα, απροσδόκητα, χωρίς να τό περιμένουν 3. (κατ επέκτ.) λέω ψέματα ή λέω παράδοξα πράγματα («κάθε φορά που έρχεται μάς ξεφουρνίζει και μια καινούργια ιστορία»). [ΕΤΥΜΟΛ.… … Dictionary of Greek
ξεφουρνίζω — ξεφούρνισα, ξεφουρνίστηκα, ξεφουρνισμένος 1. βγάζω κάτι από το φούρνο: Μόλις ξεφούρνισα τα ψωμιά. 2. μτφ., παρουσιάζω ή λέω κάτι απρόοπτο: Τι ήταν αυτό που ξεφούρνισε ο φίλος σου στο τραπέζι; 3. λέω ψέματα, παράδοξα: Αυτός ξεφούρνισε το νέο … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
ξ(ε)- — (Μ ξ[ε] ) αχώριστο μόριο ρημάτων (προρρηματικό) που επεκτάθηκε και σε ουσιαστικά. Προήλθε από την πρόθεση ἐκ / ἐξ. Η μορφή ξ ερμηνεύεται από ρ. συνθ. με την πρόθεση έξ, με σίγηση τού αρκτικού ε (πρβλ. ξανοίγω < ἐξ ανοίγω, ξαρματώνω < ἐξ… … Dictionary of Greek
ξεφούρνισμα — το [ξεφουρνίζω] 1. εξαγωγή από τον φούρνο 2. μτφ. αιφνίδια και απροσδόκητη παρουσίαση ενός πράγματος … Dictionary of Greek
φουρνίζω — φούρνισα, φουρνίστηκα, φουρνισμένος, μτβ. 1. βάζω κάτι στο φούρνο για να ψηθεί, κλιβανίζω. 2. φουρνίρω (βλ. λ.), ξεφουρνίζω … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)